untauglich
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ακατάλληλος (für για)untauglichάχρηστοςuntauglichuntauglich
- ανίκανοςuntauglich Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILuntauglich Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL