άχρηστος
[ˈaxristos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, άχρηστη, άχρηστοVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unbrauchbarάχρηστοςάχρηστος
- unnützάχρηστος που δε χρησιμεύειάχρηστος που δε χρησιμεύει
- unfähig (να zu)άχρηστος άνθρωποςάχρηστος άνθρωπος
exemples
- άχρηστα δεδομέναπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplDatenmüllαρσενικό | Maskulinum, männlich mDatenschrottαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
άχρηστος
[ˈaxristos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Nichtsnutzαρσενικό | Maskulinum, männlich mάχρηστοςάχρηστος