„überstürzt“: Adjektiv überstürztAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) βιαστικός, ασυλλόγιστος βιαστικός, ασυλλόγιστος überstürzt überstürzt