überführen
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t <führt über; führte über; übergeführt; Hilfsverb haben | βοηθητικό ρήμα habenh.>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- μεταφέρωüberführen transportieren,auch | και, επίσης a. Autoet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etcüberführen transportieren,auch | και, επίσης a. Autoet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc