„Überfluss“: Maskulinum, männlich ÜberflussMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-es> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αφθονία αφθονίαFemininum, weiblich | θηλυκό f (an+Dativ | +δοτική +dat σε) Überfluss Überfluss exemples zu allem Überfluss και σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα zu allem Überfluss