„träge“: Adjektiv trägeAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) τεμπέλης, οκνηρός, νωθρός, αδρανής τεμπέλης, οκνηρός träge faul träge faul νωθρός träge lässig träge lässig αδρανής träge auch | και, επίσηςa. Physik | φυσικήPHYS träge auch | και, επίσηςa. Physik | φυσικήPHYS