„teilnahmslos“: Adjektiv teilnahmslosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) απαθής, αμέτοχος, αδιάφορος απαθής, αμέτοχος, αδιάφορος teilnahmslos teilnahmslos