„Tier“: Neutrum, sächlich TierNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ζώο, άγριο ζώο, θηρίο ζώοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Tier Tier άγριο ζώοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Tier wildes θηρίοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Tier wildes Tier wildes exemples er ist ein hohes Tier in der Politik umgangssprachlich | οικείοumg είναι μεγάλος και τρανός στο χώρο της πολιτικής er ist ein hohes Tier in der Politik umgangssprachlich | οικείοumg ich werde zum Tier! umgangssprachlich | οικείοumg εξοργίζομαι! ich werde zum Tier! umgangssprachlich | οικείοumg