„ευθανασία“: θηλυκό ευθανασία [efθanaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Euthanasie Euthanasieθηλυκό | Femininum, weiblich f ευθανασία ευθανασία exemples κάνω ευθανασία σε notschlachten κάνω ευθανασία σε