„stopfen“: transitives Verb stopfentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) βουλλώνω, μπαλώνω, μαντάρω, στουπώνω, χώνω βουλλώνω stopfen Loch, Mund stopfen Loch, Mund μπαλώνω, μαντάρω stopfen Strumpf stopfen Strumpf στουπώνω, χώνω stopfen hineinzwängen stopfen hineinzwängen
„Stopfen“: Neutrum, sächlich StopfenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) μπάλωμα, μαντάρισμα μπάλωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stopfen μαντάρισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stopfen Stopfen