Steuerung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- οδήγησηFemininum, weiblich | θηλυκό fSteuerung Auto | αυτοκίνητοAUTOSteuerung Auto | αυτοκίνητοAUTO
- έλεγχοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mSteuerung AnlageχειρισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mSteuerung AnlageSteuerung Anlage
exemples
- Steuerung F2 Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTπλήκτρο control F2