„Spannweite“: Femininum, weiblich SpannweiteFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) εύρος, πλάτος, άνοιγμα πτερύγων εύροςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Spannweite πλάτοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Spannweite Spannweite άνοιγμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n πτερύγων Spannweite Luftfahrt | αεροπορίαFLUG Spannweite Luftfahrt | αεροπορίαFLUG