„Sekt“: Maskulinum, männlich SektMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αφρώδες κρασί, σαμπάνια αφρώδες κρασίNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Sekt σαμπάνιαFemininum, weiblich | θηλυκό f Sekt Sekt