„κρασί“: ουδέτερο κρασί [kraˈsi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Wein Weinαρσενικό | Maskulinum, männlich m κρασί κρασί exemples άσπρο/κόκκινο (ή μαύρο) κρασί Weiß-/Rotweinαρσενικό | Maskulinum, männlich m άσπρο/κόκκινο (ή μαύρο) κρασί ροζέ κρασί Roséweinαρσενικό | Maskulinum, männlich m ροζέ κρασί ημίγλυκο κρασί lieblicher Weinαρσενικό | Maskulinum, männlich m ημίγλυκο κρασί αρετσίνωτο κρασί ungeharzter Weinαρσενικό | Maskulinum, männlich m αρετσίνωτο κρασί επιτραπέζιο κρασί Tischweinαρσενικό | Maskulinum, männlich m επιτραπέζιο κρασί masquer les exemplesmontrer plus d’exemples