„Schmuck“: Maskulinum, männlich SchmuckMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κόσμημα, κοσμήματα, στολίδι κόσμημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Schmuck κοσμήματαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Schmuck Schmuck στολίδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Schmuck in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Schmuck in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig