„rüstig“: Adjektiv rüstigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ακμαίος, σφριγηλός, αειθαλής ακμαίος, σφριγηλός, αειθαλής rüstig rüstig