„σφριγηλός“ σφριγηλός [sfrijiˈlos], σφριγηλή, σφριγηλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) fest fest σφριγηλός σφριγηλός