„Respektsperson“: Femininum, weiblich RespektspersonFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) άτομο που κατέχει υψηλό αξίωμα άτομοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n που κατέχει υψηλό αξίωμα Respektsperson Respektsperson