„Preisermäßigung“: Femininum, weiblich PreisermäßigungFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) μείωση της τιμής, έκπτωση μείωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f της τιμής, έκπτωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Preisermäßigung Preisermäßigung