„Preiserhöhung“: Femininum, weiblich PreiserhöhungFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) άνοδος των τιμών, αύξηση των τιμών άνοδοςFemininum, weiblich | θηλυκό f των τιμών, αύξησηFemininum, weiblich | θηλυκό f των τιμών Preiserhöhung Preiserhöhung