„pfuschen“: intransitives Verb pfuschenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) τα κάνω μαντάρα, δουλεύω παράνομα τα κάνω μαντάρα pfuschen pfuschen δουλεύω παράνομα pfuschen schwarzarbeiten österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr pfuschen schwarzarbeiten österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr exemples jemandem ins Handwerk pfuschen επεμβαίνω στις δουλειές κάποιου jemandem ins Handwerk pfuschen