επεμβαίνω
[epemˈveno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- eingreifen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)επεμβαίνω για βοήθειαeinschreitenεπεμβαίνω για βοήθειαεπεμβαίνω για βοήθεια
- sich einmischen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)επεμβαίνω σε ξένες υποθέσειςεπεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις
- intervenierenεπεμβαίνω πολιτική | Politikπολιτ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατεπεμβαίνω πολιτική | Politikπολιτ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
exemples