„online“: Adverb onlineAdverb | επίρρημα adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ονλάιν, online, σε σύνδεση ονλάιν, online, σε σύνδεση online Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT online Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT exemples online gehen συνδέομαι online gehen online sein είμαι ονλάιν, είμαι συνδεδεμένος στο Ίντερνετ online sein