„Ohrwurm“: Maskulinum, männlich OhrwurmMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κολλητικό τραγούδι, ψαλίδα κολλητικό τραγούδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ohrwurm Ohrwurm ψαλίδαFemininum, weiblich | θηλυκό f Ohrwurm Zoologie | ζωολογίαZOOL Ohrwurm Zoologie | ζωολογίαZOOL exemples einen Ohrwurm haben in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig κολλάω ένα τραγούδι einen Ohrwurm haben in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig