Hit
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(s); -s>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- επιτυχίαFemininum, weiblich | θηλυκό fHit Musik | μουσικήMUSχιτNeutrum, sächlich | ουδέτερο nHit Musik | μουσικήMUSHit Musik | μουσικήMUS
exemples
- dieses Restaurant ist nicht gerade der Hit in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumgαυτό το εστιατόριο δεν είναι και ό,τι καλύτερο