Mücke
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- κουνούπιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nMückeMücke
exemples
- aus einer Mücke einen Elefanten machenμεγαλοποιώ τα πράγματα
- die Bankräuber machten die Mückeοι ληστές της τράπεζας το έβαλαν στα πόδια