Mitwisser
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Rechtswesen | νομικός όροςJUR, MitwisserinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> Rechtswesen | νομικός όροςJURVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- συνεργόςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fMitwisserMitwisser