Mittäter
Maskulinum, männlich | αρσενικό m, MittäterinFemininum, weiblich | θηλυκό fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- συνεργόςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fMittäter Rechtswesen | νομικός όροςJURMittäter Rechtswesen | νομικός όροςJUR