„Macke“: Femininum, weiblich MackeFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> umgangssprachlich | οικείοumg Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) σου έχει στρίψει τελείως! η τηλεόραση έχει κάποιο κουσούρι exemples du hast echt ne Macke! σου έχει στρίψει τελείως! du hast echt ne Macke! der Fernseher hat ne Macke η τηλεόραση έχει κάποιο κουσούρι der Fernseher hat ne Macke