„Lohnerhöhung“: Femininum, weiblich LohnerhöhungFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αύξηση μισθού, αύξηση μισθών αύξησηFemininum, weiblich | θηλυκό f μισθού Lohnerhöhung personenbezogen Lohnerhöhung personenbezogen αύξησηFemininum, weiblich | θηλυκό f μισθών Lohnerhöhung allgemein | γενικάallgemein Lohnerhöhung allgemein | γενικάallgemein