„Kursgewinn“: Maskulinum, männlich KursgewinnMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κέρδος από πώληση μετοχών κέρδοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n από πώληση μετοχών Kursgewinn Kursgewinn