Kleidung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ρούχαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplKleidung seltenPlural | πληθυντικός plρουχισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mKleidung seltenPlural | πληθυντικός plενδυμασίαFemininum, weiblich | θηλυκό fKleidung seltenPlural | πληθυντικός plενδύματαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplKleidung seltenPlural | πληθυντικός plKleidung seltenPlural | πληθυντικός pl