„Interessengemeinschaft“: Femininum, weiblich InteressengemeinschaftFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ομάδα ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα, συνδικάτο ομάδαFemininum, weiblich | θηλυκό f ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα Interessengemeinschaft Menschen Interessengemeinschaft Menschen συνδικάτοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Interessengemeinschaft Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH Interessengemeinschaft Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH