„intakt“: Adjektiv intaktAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ανέπαφος, άθικτος, ακέραιος ανέπαφος, άθικτος, ακέραιος intakt intakt