heimsuchen
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- μαστίζωheimsuchenheimsuchen
- ενσκήπτω (Akkusativ | αιτιατικήakk σε)heimsuchen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig ironisch | ειρωνικάironheimsuchen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig ironisch | ειρωνικάiron
exemples
- er war von Zweifeln heimgesuchtταλανιζόταν από αμφιβολίες