„heilig“: Adjektiv heiligAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) άγιος, ιερός άγιος, ιερός heilig Religion | θρησκείαREL heilig Religion | θρησκείαREL exemples ihm ist nichts heilig in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig δεν έχει ιερό και όσιο ihm ist nichts heilig in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig