Hase
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-n; -n>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- λαγόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mHaseHase
exemples
- ein alter Hase in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig umgangssprachlich | οικείοumg
- was Architektur angeht ist er ein alter Haseείναι παλιά καραβάνα στην αρχιτεκτονική