„gegeben“: Adjektiv gegebenAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) υπό τις δεδομένες συνθήκες σε εύθετο χρόνο ο καθηγητής θεώρησε δεδομένο ότι … exemples unter den gegebenen Umständen υπό τις δεδομένες συνθήκες unter den gegebenen Umständen zur gegebenen Zeit σε εύθετο χρόνο zur gegebenen Zeit der Professor setzte es als gegeben voraus, dass … ο καθηγητής θεώρησε δεδομένο ότι … der Professor setzte es als gegeben voraus, dass …