„Führerschein“: Maskulinum, männlich FührerscheinMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) δίπλωμα οδήγησης, άδεια οδήγησης δίπλωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n οδήγησης, άδειαFemininum, weiblich | θηλυκό f οδήγησης Führerschein Führerschein exemples den Führerschein machen δίνω το δίπλωμα οδήγησης den Führerschein machen