Freiheitsberaubung
Femininum, weiblich | θηλυκό fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- στέρησηFemininum, weiblich | θηλυκό f προσωπικής ελευθερίαςFreiheitsberaubung Rechtswesen | νομικός όροςJURFreiheitsberaubung Rechtswesen | νομικός όροςJUR