στέρηση
[ˈsterisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Entbehrungθηλυκό | Femininum, weiblich fστέρησηστέρηση
- Aberkennungθηλυκό | Femininum, weiblich fστέρηση δικαιωμάτωνστέρηση δικαιωμάτων
- Beraubungθηλυκό | Femininum, weiblich fστέρηση της ελευθερίαςστέρηση της ελευθερίας
exemples
- στέρηση εξουσίαςEntmachtungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- στέρηση ύπνουSchlafentzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m