„flau“: Adjektiv flauAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αδιάθετος, αδύναμος, άτονος, στάσιμος αδιάθετος flau leicht übel flau leicht übel αδύναμος flau schwach flau schwach άτονος flau Wind flau Wind στάσιμος flau Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH Handel flau Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH Handel