αδύναμος
[aˈðinamos], αδύναμη, αδύναμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schwach, kraftlos, gebrechlichαδύναμοςαδύναμος
- leistungsschwachαδύναμος σε σχολείοαδύναμος σε σχολείο
exemples
-
- αδύναμος χαρακτήραςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSchwächlingαρσενικό | Maskulinum, männlich m