Färbung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- χρωματισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mFärbung auch | και, επίσηςa. FarbtonαπόχρωσηFemininum, weiblich | θηλυκό fFärbung auch | και, επίσηςa. FarbtonFärbung auch | και, επίσηςa. Farbton
- χροιάFemininum, weiblich | θηλυκό fFärbung NuanceαπόχρωσηFemininum, weiblich | θηλυκό fFärbung NuanceFärbung Nuance