„Entwicklung“: Femininum, weiblich EntwicklungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) εξέλιξη, ανάπτυξη, εμφάνιση εξέλιξηFemininum, weiblich | θηλυκό f Entwicklung ανάπτυξηFemininum, weiblich | θηλυκό f Entwicklung Entwicklung εμφάνισηFemininum, weiblich | θηλυκό f Entwicklung Fotografie | φωτογραφίαFOTO Entwicklung Fotografie | φωτογραφίαFOTO