einzeln
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- χωριστόςeinzeln getrennteinzeln getrennt
- μεμονωμένοςeinzeln vereinzelteinzeln vereinzelt
- διάφορος, διαφορετικόςeinzeln verschiedeneinzeln verschieden
einzeln
Adverb | επίρρημα advVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- χωριστάeinzelneinzeln
- ένας-ένας, χωριστάeinzeln einer nach dem andereneinzeln einer nach dem anderen
exemples
- einzelnePlural | πληθυντικός plμερικοίMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mpl
- im Einzelnen
- jeder/jede Einzelne(ο) καθέναςMaskulinum, männlich | αρσενικό m(η) καθεμιάFemininum, weiblich | θηλυκό f