Einarbeitung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <->Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- εξοικείωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f με την εργασία, προσαρμογήFemininum, weiblich | θηλυκό fEinarbeitungκατατόπισηFemininum, weiblich | θηλυκό fEinarbeitungEinarbeitung