„Bruchteil“: Maskulinum, männlich BruchteilMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ελάχιστο μέρος, κλάσμα ελάχιστο μέροςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bruchteil κλάσμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bruchteil Bruchteil