„Bock“: Maskulinum, männlich BockMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; Böcke> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αρσενικό, τράγος αρσενικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bock Zoologie | ζωολογίαZOOL Bock Zoologie | ζωολογίαZOOL τράγοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Bock Ziegenbock Bock Ziegenbock exemples null Bock auf etwas haben umgangssprachlich | οικείοumg δεν έχω καθόλου όρεξη για κάτι null Bock auf etwas haben umgangssprachlich | οικείοumg