Blume
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- λουλούδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBlume Botanik | βοτανικήBOTάνθοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBlume Botanik | βοτανικήBOTBlume Botanik | βοτανικήBOT
- αφρόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m της μπίραςBlume BierschaumBlume Bierschaum
- άρωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBlume WeinBlume Wein